φρανκλίν

φρανκλίν
το, Ν
άκλ. μετρολ. μονάδα φορτίου στο ηλεκτροστατικό σύστημα, αλλ. στατ(ικό)κουλόμπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Benjamin Franklin, όν. Αμερικανού πολιτικού, επιστήμονα και φιλοσόφου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Φράνκλιν, σερ Τζον — (Franklin, Σπάιλσμπι 1786 – Νήσος του βασιλιά Γουλιέλμου, Καναδάς 1847). Άγγλος εξερευνητής. Το 1818 πήρε μέρος στην εξερευνητική αποστολή του Ντέιβιντ Μπάχαν προς αναζήτηση πορθμού στα ΒΔ. Ανάμεσα στα έτη 1819 22 οδήγησε την αποστολή στον… …   Dictionary of Greek

  • Γκίλμπερτ, Χένρι Φράνκλιν Μπέλκναπ — (Henry Franklin Belknap Gilbert, 1868 – 1928). Αμερικανός μουσικός. Υπήρξε μαθητής του Ε. Μακ Ντόουελ. Συνέθεσε πολλά έργα για ορχήστρα, εμπνευσμένα από εθνικούς σκοπούς. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι οι Αμερικανικοί χοροί.Συγκέντρωσε επίσης σε… …   Dictionary of Greek

  • Πιρς, Φράνκλιν — (Pierce, 1804 – 1869). Πρόεδρος των HΠΑ. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου με επιτυχία αλλά τελικά προτίμησε να ασχοληθεί με την πολιτική ως μέλος του Δημοκρατικού κόμματος. Σε πολύ σύντομο διάστημα έγινε γνωστός στις ΗΠΑ, κυρίως χάρη στη… …   Dictionary of Greek

  • Άρκτων, Μεγάλη Λίμνη των- — (Great Bear Lake). Λιμναία λεκάνη (31.790 τ. χλμ.) στον βορειοδυτικό Καναδά, μια από τις πιο εκτεταμένες της Βόρειας Αμερικής και από τις αμέτρητες καναδικές λίμνες παγετωνικής προέλευσης. Βρίσκεται στη Βορειοδυτική Περιοχή, στη λεκάνη του… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Χώθορν, Ναθάνιελ — (Hawthorne, Σάλεμ, Μασαχουσέτη 1804 – Πλύμουθ, Νιου Χαμσάιρ 1864). Αμερικανός συγγραφέας. Ορφανός από πατέρα, συνήθισε από μικρός στη μοναξιά και στην αυτοπαρατήρηση. Έπειτα από 4 χρόνια σπουδών στο Bowdoin College, όπου γνώρισε τον Φράνκλιν Πιρς …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”